σαπότε

σαπότε
το, Ν
άκλ. (ξεν. τ.) βοτ. κοινή ονομασία διαφόρων εδώδιμων καρπών με χυμώδη σάρκα, οι οποίοι προέρχονται από δένδρα, χωρίς βοτανική συγγένεια μεταξύ τους, που είναι ιθαγενή τής Μέσης Αμερικής και τών Αντιλλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. zapote].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”